- συνθέτω
- (αόρ. συνέθεσα и εσύνθεσα, παθ. αόρ. συνετέθην) μετ.1) сочинять (музыку, стихотворение); 2) составлять, образовывать; компоновать; 3) хим. синтезировать; 4) полигр. набирать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνθέτω — συνθέτω, συνέθεσα και σύνθεσα βλ. πίν. 137 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνθέτω — Ν 1. συνδέω αρμονικά πολλά επιμέρους τμήματα για τη συγκρότηση ενός συνόλου 2. γράφω τη μελωδία μουσικού έργου 3. συγγράφω λογοτεχνικό έργο 4. (τυπογρ.) στοιχειοθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συν θετ τού συν τίθ ημι (πρβλ. σύνθεσις, σύνθετος), βλ. και λ … Dictionary of Greek
συνθέτω — σύνθεσα και συνέθεσα, συντέθηκα, συνθεμένος 1. ενώνω τα μέρη για σχηματισμό ενός όλου, συγκροτώ: Το ανθρώπινο σώμα μετά το θάνατο διαλύεται στα στοιχεία από τα οποία έχει συντεθεί. 2. γράφω μουσικό ή λογοτεχνικό έργο: Τη μουσική αυτής της ταινίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνθετῶ — σύνθετος put together masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέτω — σύνθετος put together masc/neut nom/voc/acc dual σύνθετος put together masc/neut gen sg (doric aeolic) σύνθετος put together masc/fem/neut nom/voc/acc dual σύνθετος put together masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) συνθέτης composer masc gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέτῳ — σύνθετος put together masc/neut dat sg σύνθετος put together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανασυνθέτω — συνθέτω πάλι, συνθέτω από την αρχή … Dictionary of Greek
συνθέτωι — συνθέτῳ , σύνθετος put together masc/neut dat sg συνθέτῳ , σύνθετος put together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακρεοντίζω — συνθέτω ποιήματα μιμούμενος εκείνα τού Ανακρέοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀνακρέων. ΠΑΡ. ανακρεοντισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κωνσταντίνο Ασώπιο] … Dictionary of Greek
ενορχηστρώνω — συνθέτω το μέρος τής ορχήστρας, κατανέμω τους φθόγγους μιας μουσικής σύνθεσης στα όργανα τα οποία θα τήν εκτελέσουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. orchestrate, instrument] … Dictionary of Greek
μελοποιώ — (Α μελοποιῶ, έω) [μελοποιός] συνθέτω τη μουσική πεζού ή ποιητικού έργου 2. συνθέτω λυρικά ποιήματα αρχ. 1. προσαρμόζω ποιήματα στη μουσική («ἐλεγεῑα μεμελοποιημένα», Πλούτ.) 2. εκφράζω κάτι με μουσική … Dictionary of Greek